προσχηματικός

προσχηματικός
η , ό[ν]
1) используемый в качестве предлога; 2) условный, являющийся условностью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσχηματικός" в других словарях:

  • προσχηματικός — ή, ό, Ν [πρόσχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα. επίρρ... προσχηματικώς και προσχηματικά Ν ως πρόσχημα …   Dictionary of Greek

  • προσχηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πρόσχημα ή χρησιμεύει ως πρόσχημα: Προσχηματική επίσκεψη. – Προσχηματική δικαιολογία κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»